αναγωγάσες

αναγωγάσες
οι βιοχ.
ένζυμα που καταλύουν αναγωγικές δράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγωγή Χημ. + κατάλ. -άσες, πληθ. τού -άση*. Απόδοση ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. reductases < reduct[ion] «αναγωγή» + κατάλ. -αses, πληθ. τού -ase (πρβλ. -άση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”